- χωροβατῶ
- χωροβατέωmeasure by pacespres subj act 1st sg (attic epic doric)χωροβατέωmeasure by pacespres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χωροβατώ — έω, ΜΑ [χωροβάτης] βαδίζω, περπατώ μσν. παθ. χωροβατοῡμαι, έομαι κυριεύομαι από εισβολέα, κατακτώμαι αρχ. 1. (σχετικά με εδαφικές εκτάσεις) μετρώ με βήματα 2. χρησιμοποιώ χωροβάτη … Dictionary of Greek